Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, στα σπίτια που βρίσκονταν στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, στην Παλιά και Νέα Παραλία, καθώς και σε κάποια καινούργια που έκαναν δειλά την εμφάνισή τους στην περιοχή του Ωραιοκάστρου, που φιλοδοξούσε να αποτελέσει το αντίπαλον δέος του Πανοράματος, υιοθετήθηκε μία νέα συνήθεια...
. Τοποθετήθηκε σε σχετικά εμφανές σημείο του σπιτιού (π.χ. όχι στο σαλόνι –που τότε μετονομάστηκε σε living room- αλλά στο γραφείο που επικοινωνεί με το σαλόνι) ένας πίνακας ανακοινώσεων. Ένα κομμάτι δηλαδή, κόντρα πλακέ όπου οι ιδιοκτήτες στερέωναν με πινέζες όλη την κοινωνική τους ζωή. Σ’ αυτόν τον πίνακα δε θα έβλεπες ποτέ λίστες με τα ψώνια της εβδομάδας –αυτές ήταν καρφιτσωμένες στον πίνακα ανακοινώσεων της εσωτερικής Φιλιππινέζας τους- και άλλες ανάξιες λόγου πληροφορίες. Αυτοί οι πίνακες έφεραν πάνω τους αποκλειστικά και μόνο προσκλήσεις για τις σημαντικές εκδηλώσεις της πόλης, δηλαδή για εκείνες τις βραδιές που το κοσμικό ένθετο Gala του περιοδικού Close up θα καταδεχόταν να... φιλοξενήσει στις σελίδες του. Ανάμεσα, λοιπόν, σ’ αυτό το επιμελώς ατιμέλητο συνονθύλευμα προσκλήσεων εγκαινίων, πάρτι, δεξιώσεων, εκθέσεων, γάμων και βαπτίσεων, η πρόσκληση για τις επιδείξεις μόδας φιλανθρωπικού χαρακτήρα της Φάννυς Κάτσου βρισκόταν πάντα μπροστά και στο κέντρο του πίνακα. Εκεί όπου οποιοσδήποτε μπορούσε να «διαβάσει» πίσω από τη χωροθέτηση και να αντιληφθεί ότι ο προσκεκλημένος ανήκει στη μικρή, σημαντική, ευκατάσταστη και φιλάνθρωπη ελίτ της πόλης που αξίζει να παρευρίσκεται στις εκδηλώσεις της Φάνυς Κάτσου.
Η ιδιοκτήτρια της αλυσίδας καταστημάτων Fena μετουσίωνε στα μάτια των συμπολιτών της το american dream, τηρουμένων φυσικά των θεσσαλινικιώτικων αναλογιών. Τελικά τους εξαπάτησε όλους. Και τους ομοίους της, που θεωρούν ότι περιπτώσεις σαν τη δική της, τους εκθέτουν ανεπανόρθωτα περνώντας το μήνυμα σε εξαιρετικά άγριες εποχές ότι «όλοι τους ίδιοι είναι» και εκείνες που ήταν διατεθειμένες να δώσουν τον πετσοκομμένο μισθό τους για ένα ζευγάρι Ugg και τώρα είναι υποχρεωμένες να πληρώσουν και έκτακτη εισφορά γιατί κάποιοι σαν τη Φάνυ Κάτσου δεν πλήρωναν φόρους.
Για κάποια χρόνια, όμως, πριν αρχίσουν οι φήμες για τις οικονομικές της δυσκολίες και πριν η ελληνική κρίση αλλάξει βίαια τις καταναλωτικές μας συνήθειες, έδωσε στον κόσμο της πόλης αυτό που επιθυμούσε, ήτοι ονοματεπώνυμο και ετικέτες σε ρούχα που έπρεπε να δηλώνουν «είμαι κάποιος γιατί είναι και η τσάντα μου». Και αυτό τους το προσέφερε σε 12 άτοκες δόσεις. Έτσι, πάτησε έξυπνα πάνω στη ματαιοδοξία και εκείνων που κινούνταν μέσα στην ασφάλεια ενός κοινωνικού κύκλου που δεν έκλεινε τραπέζι σε μπουζούκια αν το πόδι δεν ακουμπούσε στην πίστα (το γνωστό «καλτσάτο»), αλλά και όλων των άλλων που ήθελαν, τουλάχιστον το ντύσιμό τους να φωνάζει «μπορώ κι εγώ».
Τις μέρες των εορτών, αν μιλήσουμε για λαϊκό προσκύνημα πιστών που πήγαν να φιλήσουν την εικόνα της Παναγιάς δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, θα είμαστε επιεικείς για αυτό που συνέβαινε στα καταστήματα Fena. Εκατοντάδες γυναίκες και άνδρες άρπαζαν κρεμάστρες, έσκαβαν σε σωρούς ρούχων και στήνονταν σε ουρές για τα δοκιμαστήρια, προκειμένου να βρουν πέντε διαφορετικά σύνολα για τις εξόδους χριστούγεννων και πρωτοχρονιάς. Το μαζικό στήσιμο των πανάκριβων ρούχων δε θύμιζε σε τίποτα το elegance και τη λιτότητα των οίκων που προμήθευαν τη δραστήρια επιχειρηματία, αλλά επέτρεπε στους αλλόφρονες καταναλωτές να φέρονται όπως ακριβώς και στη Zara: πετούσαν πάνω στους πάγκους ό,τι δεν τους έκανε, με διάσπαρτα τα λευκά σημάδια των αποσμητικών πάνω στα ρούχα, που προκαλούσε η απρόσεκτη δοκιμή τους από κυρίες που επιδείκνυαν πρωτοφανή μανία.
Έξυπνο τρικ, παρ’ όλα αυτά. Διότι όταν αρχίζεις να φέρεσαι το ίδιο σε ένα μπλουζάκι που στοιχίζει 15 ευρώ και σε ένα που κοστίζει 300, σημαίνει ότι η έχει αλλάξει η εσωτερική σου ισοτιμία. Και όταν φτάσει η ώρα του ταμείου, θα το πληρώσεις και με χαρά για την «ευκαιρία» που ανακάλυψες.
Κάπως έτσι η αναλογία Burberry τσαντών, καμπαρντινών, πουκαμίσων και κασκόλ, διαμορφώθηκε σε τρία καρώ ανά ένα κάτοικο της συμπρωτεύουσας. Το στήσιμο σούπερ-μάρκετ σε συνδυασμό με τις ευκολίες των πιστωτικών καρτών και το νέο κατάστημα της Fena στην Εγνατία Οδό, που θεωρείται «δεύτερος» εμπορικός δρόμος στη Θεσσαλονίκη, πέτυχαν ένα καίριο χτύπημα στις «μαϊμούδες» που απλώνονταν σε κάθε κεντρικό πεζοδρόμιο της πόλης. Γιατί να πάρεις τη «μαϊμού» όταν οι τράπεζες σκοτώνονταν για το ποια θα σου πρωτοβγάλει κάρτα ώστε να τρέξεις να αγοράσεις την ίδια ακριβώς τσάντα που κρατάει η αγαπημένη σου τηλεπαρουσιάστρια που και καλοπαντρεύτηκε και κάνει καριέρα στην Αθήνα;
Η ειρωνία, βέβαια, είναι ότι η κατρακύλα της Φάννυς Κάτσου ξεκίνησε από ένα σκάνδαλο με «μαϊμού» τσάντες, όχι Burberry -προς Θεού!-, γιατί τότε θα είχαμε λαϊκή εξέγερση στη Θεσσαλονίκη, αλλά γνωστού γαλλικού οίκου που αναβιώνει τα τελευταία χρόνια. Αυτές οι τσάντες είχαν βρεθεί στα «σωστά» σπίτια, αφού η τιμή τους ήταν απαγορευτική για το όριο αγορών που επέτρεπαν οι απλές πιστωτικές. Θα περίμενε κανείς έξαλλες διαμαρτυρίες από εξαπατημένες πελάτισες. Κι όμως, οι ιδιοκτήτριές τους, έκρυψαν τις αποδείξεις αγοράς κάτω από το χαλί και έπεισαν εαυτούς, άρα και τον περίγυρό τους, ότι αγόρασαν τις συγκεκριμένες τσάντες τους από το εξωτερικό. Η ιστορία θύμισε μία άλλη παρόμοια που είχε συμβεί στην Αθήνα στα μέσα της περασμένης δεκαετίας, όταν γνωστός οίκος κοσμημάτων κατηγορήθηκε για εμπόριο ψεύτικων διαμαντιών. Όλες έκαναν ότι δεν άκουσαν και συνέχισαν να φορούν τους σταυρούς του, σα να μην τις αφορά.
Το λάθος της, λοιπόν, της Φάννυς Κάτσου ήταν ότι το παρατράβηξε σε άλλο επίπεδο. Έκανε την αρχή ώστε να γίνει μία ρωγμή, έστω και για λίγο, στο στεγανό κοινωνικό σύστημα της κάστας που υπάρχει στη Θεσσαλονίκη. Τη δική της μέθοδο δόσεων σε επώνυμα ρούχα και αξεσουάρ, ακολούθησαν και άλλα καταστήματα της πόλης. Πλέον όλοι είχαν την ευκαιρία να ζήσουν το καταναλωτικό τους όνειρο, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, με εκείνους που γεννήθηκαν μέσα σε αυτό. Γόνοι γνωστών οικογενειών άρχισαν να κυκλοφορούν με κοπέλες που δεν είχαν τελειώσει κάποιο ιδιωτικό σχολείο ούτε έμεναν σε κάποια ακριβή περιοχή, αφού μπορούσαν να είναι εξίσου καλοντυμένες και σίγουρα περισσότερο «αλέγρες», από την σνομπ πρώην τους. Ξεκίνησε ένα εμφανές ανακάτωμα στα μπαρ του κέντρου της πόλης, όπου ο καθένας πρόβαλε μεν ό,τι είχε καλύτερο (οικονομική κατάσταση, μόρφωση, εμφάνιση), όλοι δε, ήταν ντυμένοι στην D&G τρίχα! Φυσικά και όλα ήταν μια παραίσθηση, στην οποία ο καθένας αφέθηκε να παρασυρθεί με δική του ευθύνη.
Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη που συγχωρεί. Έχει συμβεί στο παρελθόν με επιχειρηματίες που φαλήρισαν, μπήκαν φυλακή, τους ξέχασε το σύμπαν, αλλά επανέκαμψαν με καινούργιες δραστηριότητες και όλοι φέρονταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ το δυσάρεστο διάστημα της απουσίας τους. Όμως, τη Φάννυ Κάτσου οι παλιοί της φίλοι δύσκολα θα τη συγχωρέσουν. Όχι λόγω των οικονομικών της ατασθαλιών, αλλά για αυτό το, μικρό έστω, άνοιγμα του κόσμου τους στους «αποκάτω». Ο εκδημοκρατισμός του ακριβού ισοδυναμεί σε κάποιες κλειστές κοινωνικές τάξεις με πραξικόπημα. Είναι σα να εκχωρείς στο λαό το παντεσπάνι τους. Και τώρα που τα οικονομικά όρια θα ξαναγίνουν ευδιάκριτα, αυτές οι τάξεις δε θέλουν κανένα να τους θυμίζει ότι κάποτε φορούσαν την ίδια Juicy Couture φόρμα με κάποιον από τις δυτικές συνοικίες. Αυτό η Φάννυ Κάτσου, κοινωνικά τουλάχιστον, θα το πληρώσει ακριβά.
της Ελίζας Μπενβενίστε
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών (protagon.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου