Τρίτη, Νοεμβρίου 8

Σιγκαπούρη: Στο Μανχάταν της Ανατολής

Ο Τάσος Δούσης περπάτησε στους δρόμους της Σιγκαπούρης, ιχνηλάτησε κάθε γωνιά της, γνώρισε από κοντά τις συνήθειες των κατοίκων της. Με λίγα λόγια, βίωσε μια μοναδική εμπειρία ζωής. Έτοιμοι να τη μοιραστείτε μαζί του, μέσα από τη διερευνητική και παραστατική πένα του;

Ταξιδέψαμε στη Σιγκαπούρη, μια μικρή πόλη-κράτος, που για πολλούς θεωρείται το Μανχάταν της Ανατολής. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας είναι ιδιαίτερα εργατικοί και είναι αλήθεια πως τα τελευταία 30 χρόνια χάρη στην εργατικότητά τους, την υπομονή και την τεχνολογική ανάπτυξη κατάφεραν να δημιουργήσουν μια πόλη-μοντέλο. Σήμερα όμως καλούνται να πληρώσουν ακριβά αυτό ακριβώς το τίμημα. Το πλούσιο χρώμα της... πόλης έχει εντελώς χαθεί. Τα ήθη, τα έθιμα κι οι παραδόσεις έχουν εξαφανιστεί και οι ντόπιοι δουλεύουν περισσότερο σαν ρομπότ και λιγότερο ως άνθρωποι.

Για τους κατοίκους της Σιγκαπούρης το σωτήριο έτος είναι το 1819. Τότε ο σερ Στάμφορντ Ράφλες, ένας Άγγλος αξιωματούχος της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, έχτισε τον θεμέλιο λίθο του μικρού εμπορικού σταθμού της Μάλακα. Το σκεπτικό ήταν τότε το «χτύπημα» των Ολλανδών στην περιοχή. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το μικρό ψαράδικο χωριό θα εξελισσόταν στο πιο πολυσύχναστο λιμάνι του κόσμου.

Οι περισσότεροι όταν ακούμε Σιγκαπούρη, φανταζόμαστε μια τεράστια και πλούσια χώρα. Κι όμως είναι μικρότερη και από την Αίγινα! Έχει έκταση 42 επί 24 χλμ. και πληθυσμό γύρω στα 5.000.000. Αναρωτιέστε πώς γίνεται σε μια τόσο μικρή έκταση να ζουν τόσοι πολλοί άνθρωποι και να είναι γεμάτη με πάρκα και πράσινο; Εδώ όλα γίνονται! Τα πιο απίθανα πράγματα συναντώνται σε αυτόν τον τόπο. Όσο για τη λέξη υπερβολή, πιστεύω ότι στο λεξικό θα πρέπει να έχουν ακριβώς δίπλα της μια φωτογραφία της Σιγκαπούρης. Γιατί το λέω αυτό; Τους είπαν να φτιάξουν ουρανοξύστες και έκτισαν όλη την πόλη. Κάποιος μίλησε για εμπορικά κέντρα και αυτοί δημιούργησαν εκατοντάδες, ακόμη και κάτω από τη γη. Ένα στέλεχος της κυβέρνησης είδε ένα τελεφερίκ και οι άνθρωποι έφτιαξαν το μεγαλύτερο του κόσμου, για να συνδεθεί η πρωτεύουσα με το Sentosa Island, ένα νησάκι που για να μην είναι ξερό και μόνο, δημιούργησαν ένα θαλάσσιο πάρκο με γυάλινο τούνελ -έτσι για να περνάει η ώρα. Μια απίστευτη κατασκευή για να βλέπεις με άνεση τα 3.000 είδη ψαριών. Και επειδή ο κόσμος κάπου πρέπει να ξεκουράζεται, τις παλιές αποθήκες του ποταμού τις μετέτρεψαν σε clubs και bars. Όλα αυτά και πολλά ακόμη έγιναν σε χρονικό διάστημα 30 ετών. Επειδή όμως οι «μηχανές», δηλαδή οι άνθρωποι, είχαν αρχίσει να «ρετάρουν», η κυβέρνηση έδωσε τις ευλογίες της για ξεκούραση και διακοπές. Έτσι ακριβώς δίπλα τους ανακάλυψαν το Μπιντάν, ένα παρθένο νησάκι, μόλις 40 λεπτά με το ferry boat. Εκεί ήθελαν να κάνουν πολλά πράγματα αλλά δεν έκαναν τελικά τίποτα, γιατί πολύ απλά δεν είναι ιδιοκτησία τους, αφού ανήκει στην γειτονική Ινδονησία.

«Σινγκαπόρα» στα σανσκριτικά σημαίνει η πόλη του λιονταριού- για εμάς τουλάχιστον επιβεβαιώνει απόλυτα το όνομά της. Για να καταλάβετε η Σιγκαπούρη είναι μια κουκίδα ανάμεσα στη Μαλαισία των 100.000.000 μουσουλμάνων και την Ινδονησία των 200.000.000 ομοθρήσκων. Κι όμως αυτή η «τελεία» στο χάρτη, που μόλις το 1965 αποσχίστηκε από τη Μαλαισία, είχε μια εκπληκτική εξέλιξη για να καταστεί σε έναν από τους οικονομικούς γίγαντες της Ανατολής και σε ένα, όπως λένε, από τα σύγχρονα θαύματα του κόσμου.

Βόλτα με το τρένο και γνωριμία με τους «περίεργους» κατοίκους.

Οι Σιγκαπουριανοί είναι πάρα πολύ περίεργοι αλλά συγχρόνως έχουν και μια μοναδική ευγένεια. Ξεκινάμε την περιήγησή από το σταθμό των τρένων, που σου δίνει την ευκαιρία να δεις όλη την πόλη από ψηλά αλλά και να πάρεις μια γεύση αυτών των ανθρώπων. Στο σταθμό κανένας δεν περνάει την κίτρινη γραμμή παρά μόνο όταν σταματήσει η αμαξοστοιχία. Το πρωί οι Σιγκαπουριανοί δεν λένε καλημέρα· το πρώτο πράγμα που θα ρωτήσουν είναι «τι έφαγες σήμερα» -και ανάλογα με την απάντηση θα είναι καλή η μέρα σου ή όχι. Μέσα στο βαγόνι οι περισσότεροι ή ασχολούνται με το κινητό ή κοιμούνται. Οι χώροι γύρω από τις γραμμές ήταν λωρίδες πρασίνου με δέντρα, τα οποία κόπηκαν για τις ανάγκες της πόλης που επεκτάθηκε και αναπτύχθηκε. Πριν από περίπου 200 χρόνια, που ξεκίνησε αυτή η διαδικασία, και την ώρα που αφανίζονταν όλα αυτά τα δάση της Σιγκαπούρης, 300 άτομα κατασπαράχθηκαν από τίγρεις. Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο 300 εργάτες έχασαν τη ζωή τους, προσπαθώντας να αποψιλώσουν αυτά τα μοναδικά δάση. Φυσικά στη Σιγκαπούρη οπουδήποτε κι αν γυρίσεις, το μάτι σου πέφτει πάνω σε πράσινο. Είναι μια πόλη γεμάτη πάρκα, στα οποία ο κόσμος πηγαίνει τις ελεύθερες ώρες του. Φυσικά οι Σιγκαπουριανοί δεν έχουν ποτέ ελεύθερο χρόνο, γιατί δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Η άλλη όψη της πόλης μέσα από τα παραδοσιακά βαρκάκια

Μετά από 20 λεπτά, αν και λίγο ανάποδα φτάνουμε τελικά στο κέντρο. Η θέα κόβει την ανάσα. Οι γυάλινοι όγκοι των συγκροτημάτων δίνουν την εντύπωση πως είσαι σε άλλη χώρα. Τώρα εύκολα καταλαβαίνει κάποιος πού χωράνε τα 5.000.000. Εδώ βρίσκονται και τα ψηλότερα κτήρια της Σιγκαπούρης, ύψους μέχρι και 280 μ. -οι Σιγκαπουριανοί σταμάτησαν σε αυτόν τον συγκεκριμένο αριθμό, γιατί τον θεωρούν τον τυχερό τους! Συνεχίζοντας τη βόλτα, επικρατεί ένας... βομβαρδισμός από διαφημίσεις. Σε κάθε γωνιά παρουσιάζουν και από ένα προϊόν. Δεν πέφτω όμως στη παγίδα, προσπερνάω τα εμπορικά κέντρα -στα οποία έτσι κι αλλιώς θα αφιέρωνα μια ολόκληρη μέρα- και πηγαίνω στο ποτάμι, που χωρίζει την πόλη σε 2 μεγάλα μέρη, για να πάρω μια ανάσα. Από τη μια μεριά είναι το εμπορικό κομμάτι και από την άλλη το κυβερνητικό. Σκέφτηκα πως μια ωραία εμπειρία είναι να δούμε την πόλη μέσα από το ποτάμι -άλλη οπτική γωνία και σίγουρα ομορφότερες εικόνες. Το καραβάκι έφευγε από την προβλήτα της Boat Quay. Αν έχετε κουραστεί από τη βόλτα στο κέντρο της πόλης, κάντε ένα μικρό διάλειμμα και πάρτε ένα από τα καραβάκια από το Clarke Quay, για να μπείτε στον ποταμό. Καθώς τον διασχίζετε, θα δείτε το σύμβολο της πόλης: το από τη μέση και πάνω λιοντάρι, που στο υπόλοιπο σώμα του έχει τη μορφή ψαριού. Θα αναρωτηθείτε γιατί οι Σιγκαπουριανοί έχουν κατασκευάσει όλες τις τράπεζες ακριβώς δίπλα στο ποτάμι. Ο ξεναγός μού είπε πως αν δεις από ψηλά την περιοχή, μοιάζει σαν την κοιλιά του ψαριού και αυτό για τους Κινέζους είναι πολύ σημαντικό, διότι φανερώνει δύναμη και χρήμα. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο -για την καλοτυχία κυρίως- κατασκεύασαν όλες τους τι τράπεζες και τα μεγάλα εμπορικά κέντρα σ' αυτό το σημείο. Ξεκουράζομαι για λίγο, απολαμβάνοντας τη δροσιά. Θαυμάζω τα επιτεύγματα αυτών των ανθρώπων και συγχρόνως σκέφτομαι ποιο είναι το τίμημα για όλα αυτά. Η απάντηση όμως βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου. Η φοβερή αντίθεση· από τη μια, ουρανοξύστες από γυαλί και μέταλλο και από κάτω οι προβλήτες της Boat Quay και της Clarke Quay και απέναντι η Παντάνγκ, η καρδιά της αποικιακής συνοικίας, με ελάχιστα στοιχεία πια από την παλιά ατμόσφαιρα. Όλα ισοπεδώθηκαν από τους γυάλινους γίγαντες. Άραγε άξιζε τον κόπο; Εύκολα μπορεί κάποιος να πάρει απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Μόλις επισκεφθεί την China Town, τη Little India και την Arab Street, θα καταλάβει πώς ήταν η πόλη πριν 30 χρόνια.

Στα σοκάκια της Little India

Επιτέλους! Είχα βαρεθεί το σύγχρονο και δυτικό κομμάτι της πόλης. Τώρα είχα μπροστά μου εντελώς διαφορετικές εικόνες και έτσι μπορούσα να ξεκουράσω τα μάτια μου με χρώμα και άρωμα. Η Σιγκαπούρη είναι ένα απέραντο μωσαϊκό λαών, θρησκειών και γλωσσών. Όταν απέκτησε την ανεξαρτησία της, μέσα στη χώρα μιλούσαν 57 διαφορετικές διαλέκτους. Σήμερα οι Κινέζοι συνιστούν το 77%, οι Ινδοί το 14% και οι Μαλαίσιοι το 9% του πληθυσμού. Ευτυχώς όλοι κράτησαν ένα κομμάτι, για να θυμούνται την καταγωγή και τη γλώσσα τους. Η πολυπολιτισμικότητα και η μείξη των λαών στη Σιγκαπούρη είναι ένα απαραίτητο συστατικό της ευημερίας και της επιτυχίας του λαού. Στη Little India, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στη China Town, κυριαρχεί μια μικρή γεύση Ινδίας. Η «Μικρή Ινδία» είναι βόρεια από την κινέζικη συνοικία και κοντά στο ποταμό Rochor. Στα μαγαζιά σερβίρεται ινδικό φαγητό και η αγορά είναι γεμάτη καταστήματα λαχανικών, μπαχαρικών και λουλουδιών. Το διαφορετικό αναδύεται από κάθε σημείο της γειτονιάς. Τα έντονα μεθυστικά αρώματα σε συνδυασμό με το όλο σκηνικό σε μαγεύουν. Η περιήγηση ολοκληρώνεται με ένα πλούσιο γεύμα σε παραδοσιακό εστιατόριο της πόλης.

China Town: Η καρδιά της παλιάς Κίνας

Στη Σιγκαπούρη ένα είναι το μέρος που συγκεντρώνει όλη την παράδοση της πόλης· η China Town. Πριν μπούμε σε αυτή, σειρά έχει ο μεγαλύτερος ναός της πόλης, ο Ναός του Παραδείσου. Είναι πραγματικά πολύ όμορφος και κάθε θεότητα που αναπαρίσταται συμβολίζει κάτι: το θεό του πλούτου και της ευημερίας, το θεό της θάλασσας και το θεό της υγείας. Οι ντόπιοι και ιδιαίτερα οι Κινέζοι πιστεύουν πάρα πολύ στην υγεία αλλά και στη μεταθανάτια ζωή. Στη Σιγκαπούρη όταν κάποιος πεθαίνει, καίνε μαζί με τα πολύτιμα αντικείμενά του και τις πιστωτικές κάρτες και τα χαρτιά του αυτοκινήτου, για να ξεκινήσει στην άλλη ζωή πιο δυναμικά! Απίστευτο; Ώρα για την China Town, όμως, εκεί όπου χτυπάει η καρδιά της παλιάς Κίνας και εμφανίζεται ανάγλυφα η παραδοσιακή όψη της Ασίας. Οι ετοιμόρροπες αποθήκες έχουν γίνει εστιατόρια και καταστήματα λαϊκής τέχνης. Η κινέζικη συνοικία φαίνεται να αντιστέκεται στη λαίλαπα του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης. Σίγουρα όμως δεν είναι αυτό που κάποιος περιμένει. Γύρισα κυριολεκτικά όλη τη γειτονιά με τα πόδια και τελικά βρήκα κάτι που πιστεύω πως ανταποκρίνεται σε αυτό που λέμε China Town. Σε ένα σημείο οι Σιγκαπουριανοί διαφημίζουν γραφικά την πραμάτεια τους -π.χ. σου λένε πως τα κοτόπουλά τους δεν έχουν τη νόσο των πουλερικών και έτσι μπορούν να φαγωθούν άφοβα. Όλα τα μαγαζάκια βρίσκονταν παλιότερα στο δρόμο και τα μάζεψαν οι Σιγκαπουριανοί σε ένα χώρο, σε ένα shopping mall. Και τώρα φυσικά χτυπούν το κεφάλι τους στον τοίχο, διότι έχουν χάσει όλη αυτή την ατμόσφαιρα της Ανατολής. Με λίγα λόγια δεν είναι όλα τα πράγματα πλούτος στη ζωή -το κατάλαβαν έστω και λίγο αργά. Πολύ καλή ώρα για περπάτημα είναι το απόγευμα προς το σούρουπο. Είναι η ώρα όπου όλα γίνονται πιο γλυκά. Αν είστε αποφασισμένοι να κουραστείτε και να δείτε πράγματα που θα σας κεντρίσουν το ενδιαφέρον, επισκεφθείτε τους παραδοσιακούς φαρμακοποιούς και χειρομάντες. Θα βρείτε δεκάδες περίεργα είδη και σκευάσματα για όλες τις παθήσεις του κόσμου. Το βράδυ όλα αλλάζουν και η συνοικία είναι λες και έχει βγει από όνειρο. Οι γυάλινοι όγκοι δεν φαίνονται, ο κόσμος απολαμβάνει πρόχειρο φαγητό στο δρόμο και τα κόκκινα φαναράκια με τις κινέζικες επιγραφές σε βάζουν σε άλλη διαδικασία. Αν είστε τυχεροί, μπορεί να δείτε ακόμη και ερασιτεχνική όπερα. Λαμπερά, πολύχρωμα κουστούμια, έντονα χρώματα και δυνατή μουσική. Μια παράσταση μπορεί να κρατήσει και όλο το βράδυ. Η υποκριτική των ηθοποιών είναι χαρακτηριστική του είδους και η μουσική ηχεί παράξενα στα αυτιά των Δυτικών. Οι παραστάσεις διοργανώνονται από το ίδιο το κράτος και συνήθως τις παρακολουθούν ηλικιωμένοι που γνωρίζουν τα μανδαρίν, δηλαδή τη διάλεκτο των Κινέζων. Μέσα στην αίθουσα, οι άνθρωποι που πέτυχαν αυτό το θαύμα. Τα πρόσωπα και τα χαρακτηριστικά τους φανέρωναν έκδηλα την ένταση, ενώ το χαμόγελό τους αντανακλούσε την ξεκούραση μιας ζωής γεμάτη δουλειά, δουλειά, δουλειά.

Shopping: Η χαρά του καταναλωτή. Έξυπνες αγορές και μυστικά

Η Σιγκαπούρη είναι μια από τις χώρες της Ανατολής που, εδώ και 200 χρόνια, έχει τρομερή παράδοση στο εμπόριο. Στη συγκεκριμένη πόλη το μεγάλο θέμα δεν είναι άλλο από το shopping. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έχουν κάνει οι άνθρωποι! Στο City Suntec, μια πολιτεία καταστημάτων, έφτιαξαν ένα τεράστιο σιντριβάνι και πριν μπεις στο εμπορικό κέντρο σου λένε να το γυρίσεις τρεις φορές για καλή τύχη. Με το που μπαίνεις σε περιμένει μια τρομερή δεξαμενή με εκατοντάδες ψάρια, για να τα ταΐσεις και να κάνεις καλές και επιτυχημένες αγορές. Τα ψάρια αυτά λέγονται «ψάρια της τύχης» και, αν τα ταΐσεις, θα έχεις τύχη για όλο το χρόνο. Σε κάθε γωνιά της πόλης γίνεται παρουσίαση προϊόντων. Δέκα με δεκαπέντε καλλίγραμμες κοπέλες δίνουν διαφημιστικά και λανσάρουν προϊόντα. Στο Takashiyama, το μεγαλύτερο και καλύτερο εμπορικό κέντρο της Σιγκαπούρη, μέχρι και καρχαρίες έχουν βάλει οι αθεόφοβοι σε ένα μεγάλο ενυδρείο για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του καταναλωτή. Οι Σιγκαπουριανοί από το πρωί μέχρι το βράδυ για 7 ημέρες την εβδομάδα γυροβολάνε χωρίς σταματημό σε όλα τα shopping centers της πόλης. Το έζησα και σας πληροφορώ ότι είναι πραγματικά απίστευτο. Η Σιγκαπούρη, απ' ό,τι έχω καταλάβει, είναι ένα απέραντο πολυκατάστημα. Όπου κι αν στέψεις το βλέμμα σου βλέπεις τεράστια malls. Εμείς ήρθαμε στην Orchard street, που σηματοδοτεί την αρχή και το τέλος του shopping. Όμως, δεν είναι μόνο τα καταστήματα που βρίσκονται στην επιφάνεια. Όλη η γη είναι σκαμμένη και γεμάτη μέχρι τα τελευταία εμπορικά κέντρα. Περπατάμε μέσα στο λαβύρινθο τους και καταλαβαίνω ότι σχεδόν όλα ενώνονται μεταξύ τους, ενώ παντού υπάρχουν είσοδοι και έξοδοι που σε στέλνουν στον καταναλωτικό παράδεισο. Boutiques και καταστήματα με γνωστές και άγνωστες ετικέτες από Παρίσι, Λονδίνο, Μιλάνο και Νέα Υόρκη μάς πληροφορούν σε κάθε μας βήμα για την τελευταία λέξη της μόδας. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε τεράστιες εκθέσεις με τα πιο πρόσφατα επιτεύγματα της ιαπωνικής τεχνολογίας. Μοναδικής αισθητικής κοσμηματοπωλεία με χαμογελαστούς πωλητές και πωλήτριες, πάντα έτοιμους να σε εξυπηρετήσουν. Είναι πραγματικά το βασίλειο του καταναλωτισμού και ο λάτρης των αγορών σίγουρα θα βρει τον παράδεισό του. Όσο για τις τιμές; Τα μεγάλα καταστήματα διαθέτουν προς πώληση τις πολύ γνωστές μάρκες περίπου 20% φθηνότερα από ό,τι στην Ελλάδα. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου μπορείς να τις βρεις έως και 50% φθηνότερα. Ωστόσο, το μεγάλο «στοίχημα» είναι στις ηλεκτρονικές συσκευές. Το εμπορικό κέντρο Mustafa, στη Little India, είναι ξακουστό για τα ηλεκτρονικά και φωτογραφικά είδη. Η Σιγκαπούρη, λόγω της πολιτικής μη φορολόγησης των εισαγωγών, προσφέρει πολλά προϊόντα φθηνότερα. Είναι όμως έτσι; Αν καταφέρετε να βρείτε το υπόγειο με τα ηλεκτρονικά στο Mustafa -μιας και επικρατεί πραγματικά χαμός- θα δείτε πως υπάρχουν χιλιάδες πράγματα τα οποία μπορείτε να αγοράσετε, αλλά και να χαζέψετε. Πώς μπορείτε να τσεκάρετε τις τιμές; Αν σας ενδιαφέρει κάποιο είδος, σημειώστε την τιμή του από την Ελλάδα και τσεκάρετέ την εδώ. Δεν λείπουν βέβαια τα «μαϊμού» προϊόντα, ενώ πολλά πωλούνται σε φθηνότερες τιμές αλλά δεν διαθέτουν εγγύηση. Υπάρχει, όμως, κι ένα άλλο μέρος στη Σιγκαπούρη με ακόμη φθηνότερες τιμές, που δίνει και εγγυήσεις. Σε 10 λεπτά είμαστε στην αγορά του Sim Lim. Εδώ κι αν γίνεται πανηγύρι -από παντού σε βομβαρδίζουν με παραστάσεις. Βρίσκουμε κάποια προϊόντα στις ίδιες πάνω-κάτω τιμές με το Mustafa, αλλά με εγγύηση ενός έτους. Το ξέρω πως σας κούρασα με το shopping και τις αγορές, όμως πιστεύω πως στη Σιγκαπούρη ακόμη κι αν δεν έχετε διάθεση να αγοράσετε κάτι, αξίζει να περιπλανηθείτε στα εκθαμβωτικά πολυκαταστήματα της πόλης. Ξέρετε γιατί; Μόνο και μόνο για να γευτείτε αυτό το διαφορετικό της υπερβολής. Αφήνουμε όμως τους πειρασμούς και ξεκουραζόμαστε στο ξενοδοχείο μας, γιατί το βράδυ μας περιμένει έντονη νυχτερινή ζωή.

Η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται. Διασκέδαση και χορός στις όχθες του ποταμού

Η καρδιά της νυχτερινής ζωής χτυπάει στη Boat Quay, μια περιοχή ακριβώς μπροστά από το παραδοσιακό κέντρο με πραγματικά μαγευτική θέα. Όταν θα έρθεις, θα χαζέψεις τα καραβάκια που περνάνε απέναντι έχοντας ως φόντο τους τεράστιους ουρανοξύστες. Κατηφορίζουμε προς το δρόμο που συγκεντρώνει όλα σχεδόν τα night clubs της πόλης, στον οποίο έρχονται για να διασκεδάσουν κάθε Σάββατο εκατοντάδες άνθρωποι. Είναι αλήθεια ότι το βράδυ η πόλη αλλάζει. Οι όχθες του ποταμού είναι τα δύο πιο καυτά σημεία. Τα καλόγουστα bars με μουσική κάθε είδους και εποχής, discos και καραόκε, clubs, πολυτελή εστιατόρια με διεθνή κουζίνα και τραπεζάκια κυριολεκτικά πάνω στο ποτάμι με θέα στους ουρανοξύστες και τα φωτισμένα νερά θα σε εντυπωσιάσουν. Είναι αλήθεια πως, αν έχεις διάθεση και κέφι, μπορείς να μπαινοβγαίνεις στα bars χωρίς σταματημό μέχρι τις πρωινές ώρες. Tο πιο in σημείο της πόλης, το China είναι ένας εκπληκτικός χώρος με μοναδική ακουστική και διακόσμηση. Εδώ συγκεντρώνεται η αφρόκρεμα της νεολαίας. Μοντέρνα αγόρια και κορίτσια λικνίζονται στους έντονους ρυθμούς της μουσικής. Οι νεαροί στον συγκεκριμένο χώρο του δίνουν και καταλαβαίνει! Μπορεί στο club να σε συναρπάζουν οι θελκτικές παρουσίες, ο έντονος χορός και η ατμόσφαιρα, όμως το πραγματικό show γίνεται από τους barmen. Οι άνθρωποι είναι κυρίως ταχυδακτυλουργοί και ζογκλέρ και λιγότερο υπάλληλοι του bar. Τους απολαύσαμε για λίγο, γιατί την επόμενη μέρα είχαμε προγραμματίσει να αφήσουμε για λίγο την πόλη και να ταξιδέψουμε στον παράδεισο του Μπιντάν.

Μπιντάν: Ο αμόλυντος παράδεισος της Ινδονησίας

Έχει ξεκινήσει μια τροπική βροχή, όπως συνηθίζεται στην Άπω Ανατολή, και εμείς βρισκόμαστε στη προβλήτα της Σιγκαπούρης και ετοιμαζόμαστε να πάρουμε το φέρι που θα μας πάει στο Μπιντάν και το Μεϊντάν. Όπως λένε οι πληροφορίες μας, η εικόνα στα δύο νησάκια στη μέση του παραδείσου θα είναι εντελώς διαφορετική. Ο παράδεισος μας υποδέχεται με βροχή! Ευτυχώς, το επόμενο πρωί σταμάτησε για να μας επιτρέψει να θαυμάσουμε το μοναδικό, εξωτικό τοπίο. Το Μπιντάν ανήκει στην ομάδα των 3.000 νησιών Ριάου της Ινδονησίας που μοιάζουν με τσαμπιά πιπεριού απλωμένα στη θάλασσα της Νότιας Κίνας. Αν κάποιος θελήσει να το εντοπίσει στο χάρτη, θα το βρει ακριβώς κάτω από τη Σιγκαπούρη. Άλλωστε το μικρό νησάκι επιβιώνει χάρη στον πλούσιο γείτονά του. Οι περισσότεροι επισκέπτες φτάνουν, όπως και εμείς, με τα ταχύπλοα. Οι τουρίστες απολαμβάνουν διαμονή σε πολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα, που ουσιαστικά αναπτύσσονται αυτόνομα στις βόρειες ακτές. Η αποστολή μας, μετά από ένα ταξίδι 15 ημερών και έντονης δουλειάς σε Λόμπο και Σιγκαπούρη, έχει αποφασίσει να ξεκουραστεί για 24 ώρες με φόντο τα γαλαζοπράσινα νερά, τις χρυσαφένιες παραλίες και τις πολυτελέστατες πισίνες με τους καταρράκτες στο Club Med του Μπιντάν. Σκέφτηκα, θα πίνω τα cocktails μου στην παραλία με τους άλλους τουρίστες και θα χαζεύω ανέμελα την υπέροχη θέα με τους φοίνικες και τον ωκεανό. Τι υπέροχη αυτή η δουλειά, πάντα βρίσκεις και τα καλά της! Όμως, τσάμπα τα σκεφτόμουν όλα αυτά!

Μαθήματα κατάδυσης στον Ινδικό ωκεανό.

Οι υπεύθυνοι του Club Med ήθελαν σώνει και καλά να μας δείξουν πως μπορεί να μάθει κάποιος υποβρύχια κατάδυση σε 24 ώρες. Έβαλαν, λοιπόν, ένα δάσκαλο να μου κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Στην αρχή μας έδειξε τα βασικά: νοήματα, πρακτική αναπνοή και διάφορα άλλα. Το επόμενο πρωί στις 07:00 κάναμε την πρώτη μας βουτιά στη πισίνα με όλο μας τον εξοπλισμό. Μετά την πισίνα, θα βουτάγαμε στα 10 μέτρα. Κι αυτό το τεστ ήταν επιτυχημένο. Για να ολοκληρωθεί ο κύκλος των μαθημάτων έπρεπε να πέσω και από το σκάφος, μια πραγματικά μοναδική εμπειρία που άξιζε τον κόπο. Δεν θα σας περιγράψω πόσο όμορφα ένιωθα στο βυθό, όμως δεν αντέχω να μην σας πω πως είναι σαν να ξαναγεννιέσαι, νιώθεις ότι νικάς για λίγο τη φύση και μπορείς με τον εξοπλισμό να γίνεις μέλος της υποθαλάσσιας οικογένειας. Ωραία όλα αυτά, ωραίο και το ξενοδοχειακό συγκρότημα, αλλά είναι δυνατόν, σκέφτηκα, να έρθεις στο Μπιντάν και να μείνεις μόνο στο Club Med; Πολλοί σας πληροφορούμε ότι το κάνουν, όχι βέβαια εμείς! Πρωί πρωί, λοιπόν, μάζεψα την αποστολή και ξεκινήσαμε για την εξερεύνηση του νησιού.

Καουάλ: Ψάρεμα με τους ντόπιους

Η ενδοχώρα θα σας ενθουσιάσει. Νομίζω πως η αντίθεση είναι πραγματικά μοναδική. Από τη μια πλευρά του νησιού η απόλυτη πολυτέλεια, τα resorts, τα μεγάλα ξενοδοχεία, οι πλούσιοι Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι που έρχονται να περάσουν λίγες ώρες ξεγνοιασιάς, και από την άλλη μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Το πρώτο μεγάλο ψαροχώρι που συναντήσαμε είναι το Καουάλ. Σταματήσαμε εδώ καθ' οδόν προς την πρωτεύουσα για να δούμε πώς ζουν οι άνθρωποι εδώ. Τα σπίτια στο Καουάλ είναι κυριολεκτικά χτισμένα πάνω στη θάλασσα. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους του ζουν κυρίως από το ψάρεμα. Δεν έχουν μεγάλες τουριστικές μονάδες και δεν έχουν αναπτυχθεί καθόλου τουριστικά. Αυτό που λέμε πολιτισμός και ανάπτυξη δεν έχει φτάσει ακόμη εδώ, γι' αυτό και το μέρος είναι παρθένο. Είναι η πρώτη φορά που δεν είχαμε πρόγραμμα κι αποφασίσαμε να μας κατευθύνουν οι αισθήσεις μας. Περνούσαμε χωριουδάκια μοναδικής ομορφιάς, όπου οι άνθρωποι χαμογελούν και δεν βιάζονται να φτάσουν πουθενά. Όλοι τους γεύονται το σήμερα χωρίς άγχος για το αύριο. Κάποια στιγμή και μετά από ταξίδι 3 ωρών, φτάσαμε στην πρωτεύουσα. Στο χώρο του λιμανιού υπάρχουν εκατοντάδες μικρά και μεγάλα πλοία. Από αυτό το σημείο το νησί συνδέεται με την Τζακάρτα, τη Σιγκαπούρη και άλλα μεγαλύτερα νησιά.

Ένα απίστευτο ρεπορτάζ στα καλόνγκ. Πρόχειρες κατασκευές μέσα στη θάλασσα

Περνάμε με βαρκάκι ακριβώς απέναντι στα νησάκια. Ο προορισμός μας είναι γνωστός για τους ψαράδες του. Μάλιστα ολόκληρες οικογένειες ζουν σε καλόνγκ, δηλαδή πλωτά σπιτάκια που φτιάχνονται στο πέρασμα ψαριών. Με το που προσεγγίσαμε το νησάκι, οι κάτοικοι νόμισαν πως ήρθαν οι εξωγήινοι. Μας παρατηρούσαν χαμογελώντας από τις αναπαυτικές κούνιες τους. Νεαροί κολυμβητές μάς έκαναν επίδειξη των ικανοτήτων τους. Πιστεύεις πως βρίσκεσαι σε μιαν άλλη εποχή, αφού οι ρυθμοί της ζωής είναι εντελώς διαφορετικοί σε σχέση με τη Σιγκαπούρη και τις μεγάλες πόλεις της Ινδονησίας. Εδώ ο κόσμος διατηρεί αναλλοίωτη την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και έναν τρόπο ζωής που του επιτρέπει να ζει με ηρεμία. Κάνοντας τη βόλτα του νησιού, κοιτάζουμε τα σπιτάκια και το πόσο όμορφα είναι δομημένα το ένα πίσω από το άλλο, κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα. Ο κόσμος, έτσι όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον, είναι ανέμελος και δουλεύει όσο χρειάζεται για να ζήσει. Αποβιβαστήκαμε και προχωρήσαμε στα ενδότερα. Εκεί βρίσκονταν αραγμένα τα μπετσάκ. Τι είναι αυτά; Ποδήλατο, βάρκα και άμαξα μαζί. Το μοναδικό μεταφορικό μέσο του νησιού. Ξεκινάμε να κάνουμε το γύρο του νησιού με μπετσάκ, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις. Κατά τη διάρκεια της περιήγησής μας, διακρίνουμε ξαφνικά έναν μπόμπιρα να μας κοιτάει στα μάτια και να το βάζει στα πόδια. Σταματάμε επιτόπου για να δούμε τι συμβαίνει. Μπαίνω στο σπίτι και βλέπω το παιδί που έχει πλαντάξει στο κλάμα. Ρωτάω τον ξεναγό να μου πει τι έχει συμβεί και μου λέει ότι οι γονείς του παιδιού το είχαν προειδοποιήσει ότι, αν ξανακάνει σκανδαλιά, θα έρθει ο λευκός να τον πάρει! Καταλάβατε; Το παιδάκι δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του λευκό και το έβαλε στα πόδια μόλις μας είδε! Όταν μάλιστα με είδε να μπαίνω στο σπίτι του, τότε ήταν που τα χρειάστηκε. Άφησα το παιδί για λίγο στην ησυχία του και θαύμασα τα περιποιημένα σπιτάκια. Περπάτησα στις αποβάθρες και τις ξύλινες γέφυρες παρατηρώντας την απλή ζωή των ανθρώπων. Μέχρι τη στιγμή που βρήκαμε τον ψαρά που είχε αναλάβει να μας δείξει τη ζωή στα καλόνγκ. Νομίζω πως είναι ο λεπτός αέρας των τροπικών και τα διάφανα χρώματα της θάλασσας που επηρεάζουν το πνεύμα των ανθρώπων. Είναι σαν όλα να έχουν φτιαχτεί από ένα μαγικό άγγιγμα. Πώς να δικαιολογηθεί άλλωστε τέτοια ομορφιά; Ακόμη και μέσα στα πλωτά σπιτάκια που συναντήσαμε, τα οποία είναι φτιαγμένα στη μέση του πουθενά, οι άνθρωποι φαίνεται να απολαμβάνουν την ανέμελη ζωή. Τους ρωτάω αν τους λείπει κάτι και οι απαντήσεις τους είναι αφοπλιστικές: «Ζω εδώ μαζί με την οικογένειά μου τα τελευταία 5 χρόνια. Το καλόνγκ δεν ανήκει σε μένα, αλλά στο αφεντικό μου. Βγάζω ελάχιστα χρήματα, αλλά σας πληροφορώ πως δεν μου λείπει απολύτως τίποτα. Το παιδί μου έχει να φάει, όπως και η γυναίκα μου. Για εμάς τους ντόπιους είναι μεγάλη ευλογία να ζούμε σε αυτό το νησί», μας λέει ένας ψαράς, ο Μάντι Ποντ. «Εγώ, όπως και οι περισσότεροι συμπατριώτες μου, γεννηθήκαμε κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα. Το μοναδικό πράγμα που ξέρω να κάνω είναι να ρίχνω και να μαζεύω τα δίχτυα. Με αυτά που έχω είμαι ευχαριστημένος. Όμως, κάνω ό,τι μπορώ για να μπορέσει το παιδί μου να έχει καλύτερη τύχη», εξομολογείται ο Ρέμα Λάρκιν, επίσης ψαράς. Αφήσαμε τα σπιτάκια και τα καλόνγκ για να ξαναγυρίσουμε στη βάση μας. Το ρεπορτάζ μας είχε τελειώσει.

Γαλαζοπράσινα νερά, λευκή άμμος, πραγματικά παραδεισένιες εικόνες. Σιγά σιγά όμως η αποστολή μας πρέπει να εγκαταλείψει το Μπιντάν και να ξαναγυρίσει στη Τι μας έμεινε από αυτό τον τόπο; Θα σας πω: η μεγάλη αντίθεση. Από τη μια τα πολυτελέστατα ξενοδοχεία με τους εκατοντάδες τουρίστες να περνάνε ώρες ξεκούρασης και χαλάρωσης και από την άλλη οι ντόπιοι που ζουν στα καλόνγκ αποκλειστικά από το ψάρεμα. Είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε μοναδικές στιγμές με αυτούς τους ανθρώπους. Το θέμα, όμως, είναι πως οι περισσότεροι από τους τουρίστες που επισκέπτονται αυτό το μέρος, δεν βγαίνουν από τα ξενοδοχεία, με αποτέλεσμα να μην αφομοιώνουν τα αρώματα και το χρώματα του νησιού. Αν έρθετε ποτέ στο Μπιντάν, θα σας πρότεινα να πάρετε ένα αυτοκίνητο ή να νοικιάσετε ένα ταξί και να γυρίσετε όλο το νησί. Θα βιώσετε μια πραγματικά συγκλονιστική εμπειρία.

Sentosa: Το μεγαλύτερο τελεφερίκ του κόσμου και το υποθαλάσσιο τούνελ με τα 3.000 είδη ψαριών

Η γνωριμία με τη Σιγκαπούρη δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, χωρίς μια επίσκεψη στο νησί-πάρκο της Sentosa. Βρίσκεται νότια της πόλης και για να το προσεγγίσετε πρέπει να πάρετε το μεγαλύτερο τελεφερίκ του κόσμου από το λόφο Faber. Η θέα και μόνο από εκεί ψηλά μπορεί να θεωρηθεί φανταστική, αφού θα έχετε ολόκληρη την πόλη στα πόδια σας και τους ουρανοξύστες να μοιάζουν με πελώρια χέρια που προσπαθούν να σας φτάσουν. Μόλις αποβιβαστείτε στο νησάκι, θα καταλάβετε πως μια μέρα δεν είναι αρκετή για να τα δείτε όλα. Είναι τόσα τα ερεθίσματα που θέλετε συνεχώς να ανακαλύπτετε κρυφές και νέες γωνιές του. Για εμένα το πιο εντυπωσιακό ήταν το υποθαλάσσιο τούνελ, από τον κυλιόμενο διάδρομο του οποίου θα έχετε την ευκαιρία να δείτε τα 3.000 είδη ψαριών που φιλοξενούνται στο τεράστιο ενυδρείο. Αναμφισβήτητα το Sentosa είναι ο παράδεισος των παιδιών, μικρών και μεγάλων. Επίσης, αποτελεί ένα μέρος όπου μπορείτε να καταλάβετε τι μπορεί να φτιάξει ο άνθρωπος για την ψυχαγωγία του. Και, πιστέψτε με, οι Σιγκαπουριανοί είναι οι απόλυτοι άρχοντες και τεχνίτες σε αυτό τον τομέα.

traveslstyle.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...