Το εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης δε χρειάζεται να γίνει ένα εμπορικό κέντρο όπως εκείνα που δημιουργήθηκαν και συνεχίζουν να δημιουργούνται στις παρυφές του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος, για να είναι ανταγωνιστικό απέναντι στους νέους αυτούς ιδιωτικούς χώρους συλλογικότητας. Η βελτίωση του αστικού δημόσιου χώρου και η διατήρηση του πολυσυλλεκτικού παραδοσιακού χαρακτήρα του θα γείρουν την πλάστιγγα και θα διατηρήσουν ζωντανό και επισκέψιμο το εμπορικό κέντρο της πόλης.
Αυτά υποστηρίζει η δρ αρχιτεκτόνισσα-λέκτορας του ΑΠΘ, Μαρία Δανιήλ, σε εργασία της με τίτλο «Η έννοια της διάδρασης στο δημόσιο χώρο - Μια επιζητούμενη ποιότητα για το κέντρο της Θεσσαλονίκης», που παρουσιάστηκε στο συνέδριο του ΤΕΕ/ΤΚΜ «Δημόσιος χώρος... αναζητείται».
Εχει χαρακτήρα
Η κ. Δανιήλ επισημαίνει ότι το παραδοσιακό κέντρο της Θεσσαλονίκης διατηρεί μια ισχυρή εμπορική ταυτότητα, ενώ αναγνωρίζεται -και επιλέγεται- ως τόπος... κοινωνικής επαφής και ελεύθερου χρόνου. Υπογραμμίζει, δε, την ανάγκη διατήρησης και ενίσχυσης του εμπορικού «προφίλ» του κέντρου, όμως κάτι τέτοιο δεν πρέπει να σχετίζεται με την εμπορευματοποίηση, ούτε με την ομογενοποίηση που «επιβάλλει» συχνά η παγκοσμιοποίηση. «Η τυποποιημένη εικόνα ενός κεντρικού εμπορικού δρόμου των ''πολυεθνικών'', χωρίς τα μικρά μαγαζιά των ντόπιων εμπόρων που λειτουργούν ως σημεία αναφοράς, δε συνάδει με τις προσδοκίες των Θεσσαλονικέων. Η εμπορική δραστηριότητα που συνδέθηκε διαχρονικά με τον αστικό δημόσιο χώρο αποτελεί λειτουργία κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα, στην παραδοσιακή της ωστόσο έκφραση, όπως για παράδειγμα σε μια κεντρική υπαίθρια αγορά», υποστηρίζει.
Η εργασία έρχεται να απαντήσει στην αγωνία των επαγγελματιών του κέντρου της πόλης για τη βιωσιμότητά τους, καθώς είδαν μεγάλο μέρος του καταναλωτικού κοινού να στρέφεται στα μεγάλα περιφερειακά εμπορικά κέντρα.
Ο αστικός δημόσιος χώρος είναι λειτουργικά υποβαθμισμένος, ως αποτέλεσμα δομικών αλλαγών στη δημόσια σφαίρα και το σύγχρονο τρόπο ζωής. «Σε αυτήν τη λειτουργική ''κρίση'' δε συμβάλλουν μόνο τα εγγενή προβλήματά του, όπως η έλλειψη υποδομών, η αδυναμία παρακολούθησης του ρυθμού μεταβολής των αστικών κοινωνικών απαιτήσεων, η παραμέληση της αστικής εικόνας. Υπό την πίεση της παγκοσμιοποίησης και του καταναλωτισμού ενισχύεται η εμπορευματοποίηση, η ιδιωτικοποίηση, η τυποποίηση του χώρου, με αποτέλεσμα την κατάργηση πολλών δημόσιων χαρακτηριστικών του», σημειώνει η κ. Δανιήλ.
Τα υπέρ και τα κατά
Στην εργασία επισημαίνονται αδυναμίες του αστικού δημόσιου χώρου, όπως το γεγονός ότι φαίνεται να μην μπορεί να παρακολουθήσει την ηλεκτρονική εποχή (μέσα, διασυνδεσιμότητα, συγχρονικότητα, α-τοπικότητα, ρυθμούς επικαιροποίησης δεδομένων) ή ότι έπαψε να αποτελεί αναγκαιότητα για λειτουργίες ζωτικής σημασίας της δημόσιας σφαίρας (όλα ρυθμίζονται ηλεκτρονικά κι ο δημόσιος χώρος εκτοπίστηκε από το πολιτισμικό επίκεντρο).
Μεγάλο πλεονέκτημα του αστικού δημόσιου χώρου (συγκριτικά με τους ιδιωτικούς) είναι ότι αποτελεί αναγκαιότητα ως χώρος δημόσιας ζωής, κοινωνικής επαφής και ελεύθερου χρόνου.
«Τα νέα δεδομένα επιβάλλουν την επανεξέταση του λειτουργικού ρόλου του δημόσιου χώρου και την επανεκτίμηση των δυνατοτήτων του», σημειώνει η κ. Δανιήλ.
Η ανθρώπινη επαφή στο δημόσιο χώρο εμφανίζεται ως το μεγάλο του ατού, διότι τα άτομα αλληλεπιδρούν, δηλαδή εκπέμπουν και δέχονται ερεθίσματα κάθε μορφής από και προς τη συνολική κοινωνία. Ο δημόσιος χώρος είναι αφορμή για κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Η κ. Δανιήλ παρομοιάζει το δημόσιο χώρο με αστική θεατρική σκηνή, όπου οι συμμετέχοντες πολίτες γίνονται «ηθοποιοί» και «θεατές» ταυτόχρονα.
«Πιστοί» οι Θεσσαλονικείς
Η επιτυχημένη λειτουργία των περιφερειακών εμπορικών κέντρων στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια απορρόφησε μέρος της συλλογικής δραστηριότητας της πόλης, που παλαιότερα μονοπωλούσε το κέντρο. Ειδικότερα τη δραστηριότητα που σχετίζεται με εμπορικές συναλλαγές, διασκέδαση και ελεύθερο χρόνο.
Ωστόσο, «οι Θεσσαλονικείς», τονίζει η κ. Δανιήλ, «κρατούν μια συναισθηματική στάση απέναντι στο ιστορικό κέντρο της πόλης και, μέσω αυτής της υποκειμενικής οπτικής, το αξιολογούν ως προς διαφορετικά χαρακτηριστικά του. Το κέντρο, ένας τόπος με ιστορία και ταυτότητα, επενδύεται με νοήματα και εγείρει προσωπικές και συλλογικές μνήμες. Αν οι περιφερειακοί πόλοι εμπορίου - ψυχαγωγίας επιλέγονται για λόγους πρακτικούς, αλλά, και με επίκεντρο την οργανωμένη διασκέδαση, το κέντρο της πόλης προτιμάται ως χώρος ελεύθερης περιπλάνησης. Η μη προδιαγεγραμμένη δραστηριότητα στον ελεύθερο χρόνο -και χώρο- και η κοινωνική συναναστροφή με οικεία και άγνωστα πρόσωπα, εκεί, αποτελούν αγαπημένες συνήθειες των κατοίκων της πόλης».
Δεν είναι απειλή
Η έρευνα της κ. Δανιήλ απέδειξε ότι τα περιφερειακά εμπορικά κέντρα δεν απειλούν ουσιαστικά το εμπορικό κέντρο της πόλης. Ομως η λειτουργία του υπονομεύεται από εγγενή προβλήματα όπως ελλιπείς υποδομές, κακή οργάνωση και διαχείρισή του. Είναι χαρακτηριστικές οι θέσεις ιδιαίτερα των νέων, οι οποίοι αναδεικνύουν νέους πόλους συλλογικότητας «δίπλα» στο αστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, υπογραμμίζουν την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των λειτουργικών στόχων του γνήσιου δημόσιου χώρου και υπαγορεύουν την απαίτηση συντήρησης και αναβάθμισής του, μαζί με ευαισθητοποιημένες επιλογές σχεδιασμού που αφουγκράζονται το σύγχρονο τρόπο ζωής. Στόχος είναι να παραμείνει το κέντρο της πόλης ανταγωνιστικό απέναντι στους περιφερειακούς πόλους συλλογικότητας.
Η κ. Δανιήλ υπογραμμίζει ότι αυτό δε σημαίνει μετατροπή του κέντρου της Θεσσαλονίκης σε ακόμη ένα εμπορικό κέντρο, καθώς κάτι τέτοιο «θα κρινόταν καταστροφικό για το κοινωνικό του πρόσωπο, αναιρώντας τα δημόσια χαρακτηριστικά του». Αιτίες: ο αρνητικά αξιολογούμενος καταναλωτικός χαρακτήρας (μηχανισμοί «πίεσης» στην κατανάλωση), οι πρακτικές επιτήρησης του χώρου και η τυποποίηση σε περιβάλλον και δραστηριότητες. Η αρχιτεκτόνισσα υποστηρίζει πως δεν πρέπει να υιοθετηθούν δημοσίως πρακτικές του ιδιωτικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. «Η αποφυγή τους κρίνεται επιβεβλημένη στην αναζήτηση τρόπων δυναμικής εμπλοκής ανθρώπων και δημόσιου χώρου», σημειώνει.
agelioforos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου